Πλεονάζων στα ολλανδικά

Μετάφραση: πλεονάζων, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overbodig, overtollig, redundante, ontslagen, redundant
Πλεονάζων στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεονάζων

πλεονάζων χρόνος, πλεονάζων λεξικό, πλεονάζων κύπρος, πλεονάζων χρόνος υπηρεσίας, υπολογισμός πλεονάζων, πλεονάζων λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλεονάζων στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πλειστηριασμός στα ολλανδικά - afslag, auctie, veiling, mijn, vendu, biedingen, veilingprijzen, ...
  • πλεξούδα στα ολλανδικά - streng, draad, Strand, onderdeel, bundel
  • πλεονέκτημα στα ολλανδικά - pré, baat, voordeel, belang, profiteren, gebruik, voordelen, ...
  • πλεονεκτικός στα ολλανδικά - goedgezind, toegenegen, welgezind, bevorderlijk, gunstig, voordelig, voordelige, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλεονάζων στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overbodig, overtollig, redundante, ontslagen, redundant