Πλευρίζω στα δανικά
Μετάφραση: πλευρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
antaste, accost
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλευρίζω
πλευρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, πλευρίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- πλεονεκτικός στα δανικά - gunstig, nyttig, fordelagtig, fordelagtige, fordelagtigt, fordel, en fordel
- πλευρά στα δανικά - syn, skråning, side, blik, siden, kanten, sider
- πλευρό στα δανικά - spant, ribben, side, siden, kanten, sider
- πλεόνασμα στα δανικά - overskud, overskydende, overskuddet, overskud på
Τυχαίες λέξεις
Πλευρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: antaste, accost
Μεταφράσεις: antaste, accost