Πλευρίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πλευρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abordar, accost, abordá, aborde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλευρίζω
πλευρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πλευρίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πλεονεκτικός στα πορτογαλικά - vantajoso, propício, favorável, vantajosa, vantajosas, vantajosos, vantagem
- πλευρά στα πορτογαλικά - costado, flanco, declive, banda, lado, olhadela, encosta, ...
- πλευρό στα πορτογαλικά - costela, rítmico, reforço, lado, lateral, lados, lado do, ...
- πλεόνασμα στα πορτογαλικά - excedente, superar, excesso, extrapolar, superávit, excedentes, excedente de
Τυχαίες λέξεις
Πλευρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abordar, accost, abordá, aborde
Μεταφράσεις: abordar, accost, abordá, aborde