Πλευρίζω στα τσεχικά
Μετάφραση: πλευρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přistoupit, oslovit, obtěžovat, oslovovali, neobtěžoval
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλευρίζω
πλευρίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, πλευρίζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- πλεονεκτικός στα τσεχικά - prospěšný, výhodný, příznivý, výhodné, výhodná, výhodnější
- πλευρά στα τσεχικά - krajina, stráň, břeh, tvářnost, strana, výraz, ohled, ...
- πλευρό στα τσεχικά - strana, slabina, bok, žebro, úbočí, boční, postranní, ...
- πλεόνασμα στα τσεχικά - přebytek, přílišný, zbytečný, přebytečný, zisk, nadbytek, nemírnost, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλευρίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přistoupit, oslovit, obtěžovat, oslovovali, neobtěžoval
Μεταφράσεις: přistoupit, oslovit, obtěžovat, oslovovali, neobtěžoval