Πλησιάζω στα δανικά

Μετάφραση: πλησιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilgang, fremgangsmåde, strategi, metode, holdning
Πλησιάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλησιάζω

πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, πλησιάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πληρωτέος στα δανικά - betales, skal betales, udbetales, der skal betales, skulle betales
  • πληρώνω στα δανικά - lønne, betale, løn, punger ud, shell ud, skallen ud, punger ud med, ...
  • πλοίο στα δανικά - beholder, skib, skibet, skibets, skibe
  • πλοκάμι στα δανικά - fangarm, Tentacle, tentakel, tentakelkrone
Τυχαίες λέξεις
Πλησιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilgang, fremgangsmåde, strategi, metode, holdning