Πλησιάζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: πλησιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nálgast, aðflug, nálgun, aðferð, leið
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλησιάζω
πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πλησιάζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πληρωτέος στα ισλανδικά - greiðslu, til greiðslu, ber að greiða, greiðast, greiða ber
- πληρώνω στα ισλανδικά - greiða, borga, gjalda, leggja út, að leggja út, skel út, leggja út á
- πλοίο στα ισλανδικά - skip, ílát, skipið, skipi, skipsins, skipinu
- πλοκάμι στα ισλανδικά - tentacle
Τυχαίες λέξεις
Πλησιάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nálgast, aðflug, nálgun, aðferð, leið
Μεταφράσεις: nálgast, aðflug, nálgun, aðferð, leið