Rig στα ελληνικά

Μετάφραση: rig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλούσιος, εύπορος, ευκατάστατος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
Rig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ridder στα ελληνικά - ιππότης, ιππότη, ιππέα, ιπποτών, knight
  • riffel στα ελληνικά - τουφέκι, καραμπίνα, όπλο, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
  • rigdom στα ελληνικά - συρροή, πλούτη, πλούτος, αφθονία, πλούτου, πλούτο, τον πλούτο, ...
  • rigelig στα ελληνικά - άφθονος, επαρκής, επαρκώς, άφθονη, άφθονο, άνετο
Τυχαίες λέξεις
Rig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλούσιος, εύπορος, ευκατάστατος, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε