Πτώμα στα δανικά
Μετάφραση: πτώμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lig, liget, corpse, beklædning af lig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πτώμα
πτώμα-μυστήριο στον όλυμπο, πτώμα λεξικό γλώσσας δανικά, πτώμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- πτύσσω στα δανικά - rynke, knibe munden, pucker, Punktering
- πτύω στα δανικά - spyt, spytte, expectorate, at expectorate
- πτώση στα δανικά - falde, efterår, fald, drop, slip, slippe, droppe
- πυγή στα δανικά - anus, endetarmsåbningen, endetarmen, endetarmsåbning
Τυχαίες λέξεις
Πτώμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lig, liget, corpse, beklædning af lig
Μεταφράσεις: lig, liget, corpse, beklædning af lig