Πυγμαίος στα δανικά
Μετάφραση: πυγμαίος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pygmæ, pygmy, dværg, dværgand
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυγμαίος
πυγμαίοσ ιπποπόταμοσ, κατσίκα πυγμαίος, πυγμαίος λεξικό γλώσσας δανικά, πυγμαίος στα δανικά
Μεταφράσεις
- πυγή στα δανικά - anus, endetarmsåbningen, endetarmen, endetarmsåbning
- πυγμή στα δανικά - næve, knytnæve, fist
- πυγμαχώ στα δανικά - kasse, dåse, kiste, Spar, rundholten, bjælke, bjælken, ...
- πυκνωτής στα δανικά - kondensator, kondensatoren, kapacitor, en kondensator
Τυχαίες λέξεις
Πυγμαίος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pygmæ, pygmy, dværg, dværgand
Μεταφράσεις: pygmæ, pygmy, dværg, dværgand