Ραμί στα δανικά
Μετάφραση: ραμί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ramie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ραμί
ραμί κανόνες, αντίλ ραμί, ραμί συριανός, ραμί μακλούφ, ραμί ύφασμα, ραμί λεξικό γλώσσας δανικά, ραμί στα δανικά
Μεταφράσεις
- ραδιουργία στα δανικά - Intrigue, intriger, romance, intrige
- ρακέτα στα δανικά - støj, ketcher, larm, ketsjer, racket, ketsjeren
- ραμφίζω στα δανικά - hakke, Peck, pikken, pikke, fjerdingkar
- ρανίδα στα δανικά - falde, dråbe, tår, klat, unse, ounce, gram, ...
Τυχαίες λέξεις
Ραμί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ramie
Μεταφράσεις: ramie