Ραμί στα λιθουανικά
Μετάφραση: ραμί, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramės, dilgėlių, bemerijos, pluoštinė bemerija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ραμί
ραμί κανόνες, αντίλ ραμί, ραμί συριανός, ραμί μακλούφ, ραμί ύφασμα, ραμί λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ραμί στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ραδιουργία στα λιθουανικά - intrigos, intriga, Klastą, machinacija, intriguoti
- ρακέτα στα λιθουανικά - triukšmas, raketė, reketas, šurmulys, linksmai gyventi, bruzdėjimas
- ραμφίζω στα λιθουανικά - kapoti snapu, knaibyti, knebenti, kirsti snapu, kaptelėjimas snapu
- ρανίδα στα λιθουανικά - lašas, kristi, uncija, uncijos, unciją, už unciją, uncijos atžvilgiu
Τυχαίες λέξεις
Ραμί στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ramės, dilgėlių, bemerijos, pluoštinė bemerija
Μεταφράσεις: ramės, dilgėlių, bemerijos, pluoštinė bemerija