Σεργιανίζω στα δανικά

Μετάφραση: σεργιανίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gå, tur, spadseretur, marchere, gåtur, slentre, slentretur
Σεργιανίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σεργιανίζω

σεργιανίζω λεξικό γλώσσας δανικά, σεργιανίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σεπτός στα δανικά - ærværdige, ærværdig, ærværdigt, hæderkronede, venerable
  • σερβάντα στα δανικά - servanta
  • σεφ στα δανικά - kok, kokken, chef, kokkens, kokke
  • σηκός στα δανικά - alkove, alcove, alkoven, niche
Τυχαίες λέξεις
Σεργιανίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gå, tur, spadseretur, marchere, gåtur, slentre, slentretur