Σεργιανίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σεργιανίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gales, caminhar, andar, caminhada, passeio, stroll, passos, passeio de
Σεργιανίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σεργιανίζω

σεργιανίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σεργιανίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σεπτός στα πορτογαλικά - venerável, venerado, veneralvelmente, venerable, respeitável
  • σερβάντα στα πορτογαλικά - aparador, armário, servanta
  • σεφ στα πορτογαλικά - chefe, Chef, cozinheiro chefe, cozinheiro, do cozinheiro chefe
  • σηκός στα πορτογαλικά - pausa, rebaixo, suspensão, recentemente, nicho, alcova, recanto, ...
Τυχαίες λέξεις
Σεργιανίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gales, caminhar, andar, caminhada, passeio, stroll, passos, passeio de