Σεργιανίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: σεργιανίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járásmód, sétalovaglás, sétálás, sétakocsikázás, séta, sétára, sétát, sétával, sétára van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σεργιανίζω
σεργιανίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σεργιανίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σεπτός στα ουγγρικά - tiszteletreméltó, tiszteletre méltó, a tiszteletre méltó, tisztes, a tiszteletreméltó
- σερβάντα στα ουγγρικά - tálaló, servanta
- σεφ στα ουγγρικά - séf, szakács, chef, konyhafőnök, séfje
- σηκός στα ουγγρικά - templomhajó, mélyedés, falfülke, kerékagy, urnatartó, depresszió, falmélyedés, ...
Τυχαίες λέξεις
Σεργιανίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: járásmód, sétalovaglás, sétálás, sétakocsikázás, séta, sétára, sétát, sétával, sétára van
Μεταφράσεις: járásmód, sétalovaglás, sétálás, sétakocsikázás, séta, sétára, sétát, sétával, sétára van