Lede στα ελληνικά
Μετάφραση: lede, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφορά, μόλυβδος, ξεναγός, λουρί, ηγούμαι, οδηγός, καθοδηγώ, διεξάγω, ξεναγώ, σκηνοθετώ, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- le στα ελληνικά - γελώ, δρεπάνι, Le, Το Le, λε, του Le
- led στα ελληνικά - διάρθρωση, κοψίδι, γόμφος, κοινός, άρθρωση, μέρος, τμήμα, ...
- ledelse στα ελληνικά - κατεύθυνση, διοίκηση, ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ηγετικές
- leder στα ελληνικά - αρχηγός, σκηνοθέτης, ηγεμόνας, ηγέτης, ηγήτορας, διευθυντής, ηγέτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Lede στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφορά, μόλυβδος, ξεναγός, λουρί, ηγούμαι, οδηγός, καθοδηγώ, διεξάγω, ξεναγώ, σκηνοθετώ, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί
Μεταφράσεις: διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφορά, μόλυβδος, ξεναγός, λουρί, ηγούμαι, οδηγός, καθοδηγώ, διεξάγω, ξεναγώ, σκηνοθετώ, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, οδηγεί