Στήνω στα δανικά

Μετάφραση: στήνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
oprejst, opføre, rejse, rank, opretstående
Στήνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στήνω

στήνω στα αγγλικά, στήνω αυτί, στήνω αγγλικα, στήνω παγίδα, στήνω συνώνυμα, στήνω λεξικό γλώσσας δανικά, στήνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στήθος στα δανικά - kiste, bryst, brystet, i brystet, brystkassen
  • στήλη στα δανικά - kolonne, søjle, kolonnen, søjlen, spalte
  • στήριγμα στα δανικά - underhold, støtte, tandbøjle, bandage, klammeparentes, brace, bøjlen
  • στίγμα στα δανικά - plet, punkt, top, prik, stigmatisering, stigma, stigmatiseringen, ...
Τυχαίες λέξεις
Στήνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: oprejst, opføre, rejse, rank, opretstående