Στήνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στήνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
снаряжение, изправен, настръхнал, изправени, издигне, изправено
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στήνω
στήνω στα αγγλικά, στήνω αυτί, στήνω αγγλικα, στήνω παγίδα, στήνω συνώνυμα, στήνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στήνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στήθος στα βουλγαρικά - бюст, гърда, гръден кош, сандък, гърдите, в гърдите, гръдния кош
- στήλη στα βουλγαρικά - колона, колонка, колонна, колоната, графа
- στήριγμα στα βουλγαρικά - скоба, презрамки, подпора, фигурна скоба, чифт
- στίγμα στα βουλγαρικά - точка, клеймо, стигмата, стигма, на стигмата, със стигмата
Τυχαίες λέξεις
Στήνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: снаряжение, изправен, настръхнал, изправени, издигне, изправено
Μεταφράσεις: снаряжение, изправен, настръхнал, изправени, издигне, изправено