Συγγενικός στα δανικά
Μετάφραση: συγγενικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
relationelle, relationel, relationsdatabase, relationelt, relationsdatabasen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγγενικός
συγγενικός μεταφραση, συγγενικός λεξικό γλώσσας δανικά, συγγενικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- στύλος στα δανικά - stil, måde, facon, indlæg, efter, stilling, stolpe, ...
- συγγενής στα δανικά - slægtning, relative, relativ, forhold, i forhold, relativt
- συγγνωστός στα δανικά - undskyldes, undskyldt, undskyldte, fritaget, undskylde
- συγγνώμη στα δανικά - bedrøvet, benådning, tilgivelse, forladelse, om forladelse
Τυχαίες λέξεις
Συγγενικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: relationelle, relationel, relationsdatabase, relationelt, relationsdatabasen
Μεταφράσεις: relationelle, relationel, relationsdatabase, relationelt, relationsdatabasen