Συγκρούω στα δανικά

Μετάφραση: συγκρούω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sammenstød, kampen, fra kampen, sammenstød mellem, sammenstødet
Συγκρούω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκρούω

συγκρούω λεξικό γλώσσας δανικά, συγκρούω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συγκροτώ στα δανικά - komponere, sammensætte, skrive, komponerer, at komponere
  • συγκρούομαι στα δανικά - hurtle
  • συγκρότημα στα δανικά - gruppe, hold, gruppering, kompleks, komplekse, komplekset, komplekst, ...
  • συγκυρία στα δανικά - tilfælde, lejlighed, tilfældig, chance, held, konjunkturer, konjunktur, ...
Τυχαίες λέξεις
Συγκρούω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sammenstød, kampen, fra kampen, sammenstød mellem, sammenstødet