Συγκρούω στα πολωνικά

Μετάφραση: συγκρούω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zderzać, wpadać, zderzyć, zderzenie, konflikt, kolizja, szczęk, kolidować
Συγκρούω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκρούω

συγκρούω λεξικό γλώσσας πολωνικά, συγκρούω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • συγκροτώ στα πολωνικά - tworzyć, stworzyć, ukonstytuować, komponować, uspokajać, ustanawiać, układać, ...
  • συγκρούομαι στα πολωνικά - zderzać, zderzyć, wpadać, pędzić, uderzać, hurtle, terkotać
  • συγκρότημα στα πολωνικά - zgrupować, pogrupować, koncern, dzielić, klasyfikować, zespół, grupka, ...
  • συγκυρία στα πολωνικά - traf, prawdopodobieństwo, natrafić, możność, okazyjny, przypadkowy, ryzykować, ...
Τυχαίες λέξεις
Συγκρούω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zderzać, wpadać, zderzyć, zderzenie, konflikt, kolizja, szczęk, kolidować