Συγκρούω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συγκρούω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susidurti, susidūrimas, konfliktas, susikirtimas, džerškėjimas, džerškėti
Συγκρούω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκρούω

συγκρούω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συγκρούω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συγκροτώ στα λιθουανικά - sukomponuoti, sudaryti, parašyti, kurti, rašyti
  • συγκρούομαι στα λιθουανικά - susidurti, švilpti, atsimušti, sviesti, lėkti, atsitrenkti
  • συγκρότημα στα λιθουανικά - grupė, kompleksas, sudėtingas, sudėtinga, sudėtingos, sudėtingi
  • συγκυρία στα λιθουανικά - laimė, proga, sėkmė, galimybė, atsitiktinumas, konjunktūra, konjunktūrai, ...
Τυχαίες λέξεις
Συγκρούω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: susidurti, susidūrimas, konfliktas, susikirtimas, džerškėjimas, džerškėti