Συμπλοκή στα δανικά

Μετάφραση: συμπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndgemæng, slagsmål, forvirring, noget håndgemæng, scuffle
Συμπλοκή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπλοκή

συμπλοκή φιλάθλων στο νέο κόσμο, συμπλοκή στα σεπόλια, συμπλοκή με τραυματίεσ φιλάθλουσ στην θεσσαλονίκη, συμπλοκή ελλήνων-γερμανών μαθητών σε εκδρομή στην τσεχία, συμπλοκή κασιδιάρη - κανέλλη στο στούντιο, συμπλοκή λεξικό γλώσσας δανικά, συμπλοκή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συμπληρωματικός στα δανικά - komplementære, komplementær, supplerende, supplerer, supplement
  • συμπληρώνω στα δανικά - bilag, ernære sig, møjsommeligt, slå sig igennem
  • συμπτύσσω στα δανικά - guffe, tuck, guf, optrukken, kan gemmes
  • συμπυκνωμένος στα δανικά - koncentreret, koncentreres, opkoncentreret, koncentreredes, koncentrerede
Τυχαίες λέξεις
Συμπλοκή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: håndgemæng, slagsmål, forvirring, noget håndgemæng, scuffle