Συμπλοκή στα ουκρανικά

Μετάφραση: συμπλοκή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потріпати, бійка, протирати, зношувати, зіткнення, драка
Συμπλοκή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπλοκή

συμπλοκή φιλάθλων στο νέο κόσμο, συμπλοκή στα σεπόλια, συμπλοκή με τραυματίεσ φιλάθλουσ στην θεσσαλονίκη, συμπλοκή ελλήνων-γερμανών μαθητών σε εκδρομή στην τσεχία, συμπλοκή κασιδιάρη - κανέλλη στο στούντιο, συμπλοκή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπλοκή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συμπληρωματικός στα ουκρανικά - додатковий, додаткове, додаткову, додаткова, додаткового
  • συμπληρώνω στα ουκρανικά - доповнити, додаток, доповнювати, доповнення, тягнути, животіти, волочити, ...
  • συμπτύσσω στα ουκρανικά - телескоп, складка, складки
  • συμπυκνωμένος στα ουκρανικά - ущільнювати, стиснений, стиснутий, щільний, концентрований, концентрірованний
Τυχαίες λέξεις
Συμπλοκή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: потріпати, бійка, протирати, зношувати, зіткнення, драка