Συνομιλώ στα δανικά

Μετάφραση: συνομιλώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
konversere, tale, snak, taler, taletid, diskussion
Συνομιλώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνομιλώ

συνομιλώ άρα υπάρχω, συνομιλώ λεξικό γλώσσας δανικά, συνομιλώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνομιλία στα δανικά - konversation, samtale, samtalen, samtaler
  • συνομιλητής στα δανικά - samtalepartner, forhandlingspartner, samarbejdspartner, samtalepartneren, kontaktled
  • συνομοσπονδία στα δανικά - forbund, konføderation, sammenslutning, Forbunds, Samarbejdsorganisation
  • συνορεύω στα δανικά - fejlregistreringer, ligge an, ligger an, ligge an mod, ligger an mod
Τυχαίες λέξεις
Συνομιλώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: konversere, tale, snak, taler, taletid, diskussion