Συνομιλώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνομιλώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inverso, conversa, palestra, conversação, falar, talk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνομιλώ
συνομιλώ άρα υπάρχω, συνομιλώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνομιλώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνομιλία στα πορτογαλικά - conversação, conversa, conversas, de conversação, diálogo
- συνομιλητής στα πορτογαλικά - interlocutor, interlocutora, interlocutores, o interlocutor
- συνομοσπονδία στα πορτογαλικά - confederação, confederation, confederação de, confederación, confederações
- συνορεύω στα πορτογαλικά - confinar, abut, encostar, encostam, confinam
Τυχαίες λέξεις
Συνομιλώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inverso, conversa, palestra, conversação, falar, talk
Μεταφράσεις: inverso, conversa, palestra, conversação, falar, talk