Συσκευή στα δανικά
Μετάφραση: συσκευή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
apparat, enhed, anordning, enheden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσκευή
συσκευή καθαρισμού αυτιών, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μασάζ, συσκευή αποτρίχωσης, συσκευή παρασκευής γιαουρτιού, συσκευή λεξικό γλώσσας δανικά, συσκευή στα δανικά
Μεταφράσεις
- συσκέπτομαι στα δανικά - kommune, kommunen, commune, kollektiv
- συσκευάζω στα δανικά - pakke, wrap, pak, ombryde, ombrydes
- συσκευασία στα δανικά - pakke, pakken, emballagen, emballage
- συσκευαστής στα δανικά - packer, pakker, pakningen, pakkeren, emballeringsvirksomhed
Τυχαίες λέξεις
Συσκευή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: apparat, enhed, anordning, enheden
Μεταφράσεις: apparat, enhed, anordning, enheden