Σύμπτωμα στα δανικά
Μετάφραση: σύμπτωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
symptom, symptomer, symptomet, symptom på
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύμπτωμα
σύμπτωμα του l'hermitte, σύμπτωμα εγκυμοσύνη, σύμπτωμα εγκυμοσύνης διάρροια, σύμπτωμα υπνηλία, σύμπτωμα πρησμένα πόδια, σύμπτωμα λεξικό γλώσσας δανικά, σύμπτωμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- σύμπηξη στα δανικά - konkretion, konkretisering
- σύμπλεγμα στα δανικά - klase, gruppering, klynge, hold, bundt, gruppe, kompleks, ...
- σύμφωνο στα δανικά - konsonant, konsonanten, stemmer overens
- σύναξη στα δανικά - forsamling, sværm, varslede, bevy, bande
Τυχαίες λέξεις
Σύμπτωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: symptom, symptomer, symptomet, symptom på
Μεταφράσεις: symptom, symptomer, symptomet, symptom på