Τρίχωμα στα δανικά

Μετάφραση: τρίχωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pels, skind, pelsværk, hår, håret, hair, hårtørrer
Τρίχωμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρίχωμα

τρίχωμα σκύλων, τρίχωμα γάτας, σκύλος τρίχωμα, πρωτογενές τρίχωμα, γάτα τρίχωμα, τρίχωμα λεξικό γλώσσας δανικά, τρίχωμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τρίφτης στα δανικά - rivejern, grater, rivejernet
  • τρίχα στα δανικά - hår, håret, hair, hårtørrer
  • τραβώ στα δανικά - tegne, trække, tiltrække, drag, knipse, plunk, af Plunk
  • τραγανιστός στα δανικά - knasende, lidt voldsom, crunching, knaser, voldsom
Τυχαίες λέξεις
Τρίχωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pels, skind, pelsværk, hår, håret, hair, hårtørrer