Τρίχωμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τρίχωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pele, peliça, peles, engraçado, cabelo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρίχωμα
τρίχωμα σκύλων, τρίχωμα γάτας, σκύλος τρίχωμα, πρωτογενές τρίχωμα, γάτα τρίχωμα, τρίχωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρίχωμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τρίφτης στα πορτογαλικά - ralador, grater, ralador de, grater do, do grater
- τρίχα στα πορτογαλικά - cerda, saraiva, cabelo, eriçar, pêlo, granizo, de cabelo, ...
- τραβώ στα πορτογαλικά - aliciar, traçar, empate, recursos, engodar, atraia, sopro, ...
- τραγανιστός στα πορτογαλικά - esmaga, trituração, triturando, mastigando, mastigada
Τυχαίες λέξεις
Τρίχωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pele, peliça, peles, engraçado, cabelo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo
Μεταφράσεις: pele, peliça, peles, engraçado, cabelo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo