Τρομάζω στα δανικά
Μετάφραση: τρομάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
alarm, overraske, startle, forskrække, forbløffe, forskrækkelse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρομάζω
τρομάζω λεξικό, ονειροκριτης τρομάζω, τρομάζω εύκολα, τρομάζω με τον παραμικρό θόρυβο, τρομάζω συνώνυμα, τρομάζω λεξικό γλώσσας δανικά, τρομάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- τριφύλλι στα δανικά - kløver, Clover, kløvergrøn, kløvergræs, kløver-
- τριχωτός στα δανικά - behåret, behårede, meget hår, hår, hårede
- τρομακτικός στα δανικά - frygtelig, forfærdelig, skræmmende, scary, uhyggeligt, uhyggelig
- τρομερός στα δανικά - frygtelig, forfærdelig, formidabel, formidable, Midtbane formidabel, formidabelt, for midtbane formidabel
Τυχαίες λέξεις
Τρομάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: alarm, overraske, startle, forskrække, forbløffe, forskrækkelse
Μεταφράσεις: alarm, overraske, startle, forskrække, forbløffe, forskrækkelse