Χρήσιμος στα δανικά
Μετάφραση: χρήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nyttig, nyttige, nyttigt, anvendelige, hensigtsmæssigt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρήσιμος
χρήσιμος ηλίθιος, χρήσιμος συνώνυμα, χρήσιμος οδηγός, χρήσιμος παιδαγωγία, χρήσιμος συνώνυμο, χρήσιμος λεξικό γλώσσας δανικά, χρήσιμος στα δανικά
Μεταφράσεις
- χρήματα στα δανικά - kontant, penge, pengene, af penge, money
- χρήση στα δανικά - benyttelse, benytte, tilbringe, skik, brug, anvendelse, anvendelsen, ...
- χρήστης στα δανικά - bruger, brugeren, brugerguide, brugerens, brugeranmeldelser
- χρίσμα στα δανικά - Salvelse, sidste olie, salvelsesfuldt, unction, den sidste olie
Τυχαίες λέξεις
Χρήσιμος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nyttig, nyttige, nyttigt, anvendelige, hensigtsmæssigt
Μεταφράσεις: nyttig, nyttige, nyttigt, anvendelige, hensigtsmæssigt