Ψηλός στα δανικά

Μετάφραση: ψηλός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
høj, tall, høje, højt
Ψηλός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψηλός

ψηλός λιγνός και ψεύταρος (1985), ψηλός απο το χολαργό, ψηλός όμορφος βουτυράτος...με μια αψηλή τσιριμπίμ τσιριμπόμ, ψηλός λιγνός και ψεύταρος, ψηλός ονειροκρίτης, ψηλός λεξικό γλώσσας δανικά, ψηλός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ψηλά στα δανικά - høj, højt, høje, high, stor
  • ψηλόλιγνος στα δανικά - Gangling, ranglet
  • ψηφίζω στα δανικά - stemme, afstemning, afstemningen, synes
  • ψηφίο στα δανικά - ciffer, tå, cifret, Femcifret, cifrede, cifre
Τυχαίες λέξεις
Ψηλός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: høj, tall, høje, højt