Ψηλός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψηλός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verheven, edel, hoog, lang, groot, hoge, lange
Ψηλός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψηλός

ψηλός λιγνός και ψεύταρος (1985), ψηλός απο το χολαργό, ψηλός όμορφος βουτυράτος...με μια αψηλή τσιριμπίμ τσιριμπόμ, ψηλός λιγνός και ψεύταρος, ψηλός ονειροκρίτης, ψηλός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψηλός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψηλά στα ολλανδικά - allemachtig, uitermate, uiterst, extreem, hoog, hoge, high, ...
  • ψηλόλιγνος στα ολλανδικά - lang, rijzig, groot, slungelig, slungelige, lange slungel
  • ψηφίζω στα ολλανδικά - kiezen, balloteren, stemmen, stemming, stem, beoordeeld, vote
  • ψηφίο στα ολλανδικά - cijfer, nummer, cijferige, cijfers, cijferig, digit
Τυχαίες λέξεις
Ψηλός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verheven, edel, hoog, lang, groot, hoge, lange