Ύφασμα στα δανικά

Μετάφραση: ύφασμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dug, klud, stof, klæde, kluden
Ύφασμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύφασμα

ύφασμα με το μέτρο, ύφασμα καναπέ, ύφασμα σιφόν, ύφασμα μουσελίνα, ύφασμα σενίλ, ύφασμα λεξικό γλώσσας δανικά, ύφασμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ύφαλος στα δανικά - rev, Reef, revet, koralrev, af Reef
  • ύφανση στα δανικά - vævning, væve, vævningen, vævemaskiner
  • ύφεση στα δανικά - lavtryk, recession, recessionen, afmatning, lavkonjunktur, tilbagegang
  • ύφος στα δανικά - måde, facon, stil, style, behov, typografi
Τυχαίες λέξεις
Ύφασμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dug, klud, stof, klæde, kluden