Αλκαλικός στα εσθονικά
Μετάφραση: αλκαλικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leeliseline, leeliselise, aluselise, aluseline, alkaalse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλκαλικός
αλκαλικός οργανισμός, αλκαλικός χαρακτήρας, αλκαλικός ορισμός, αλκαλικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, αλκαλικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αληθοφανής στα εσθονικά - mõeldav, usutav, usutavam, usutavad, usutavaks
- αλησμόνητος στα εσθονικά - mälestusväärne, unustamatu, rikastada Sinu, meeldiva, meeldejääv, peale tegevusterohket päeva linnas
- αλκοολικός στα εσθονικά - alkohoolne, alkohoolik, alkohoolsete, alkohoolsed, alkoholisisaldus on
- αλκοολισμός στα εσθονικά - alkoholism, alkoholismi, alkoholismist, alkoholismiga
Τυχαίες λέξεις
Αλκαλικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: leeliseline, leeliselise, aluselise, aluseline, alkaalse
Μεταφράσεις: leeliseline, leeliselise, aluselise, aluseline, alkaalse