Αλκαλικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αλκαλικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alkalisch, alkalische, alkaline, basische, alkalinebatterijen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλκαλικός
αλκαλικός οργανισμός, αλκαλικός χαρακτήρας, αλκαλικός ορισμός, αλκαλικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλκαλικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αληθοφανής στα ολλανδικά - vermoedelijk, geloofwaardig, geloofwaardige, geloofwaardiger, geloofwaardig te, believable
- αλησμόνητος στα ολλανδικά - gedenkwaardig, heuglijk, onvergetelijk, onvergetelijke, plezierig, een onvergetelijke
- αλκοολικός στα ολλανδικά - alcoholist, alcoholhoudend, zuiplap, alcoholicus, drinker, drankzuchtige, alcoholisch, ...
- αλκοολισμός στα ολλανδικά - alcoholisme, het alcoholisme, van alcoholisme, alcoholisme te
Τυχαίες λέξεις
Αλκαλικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: alkalisch, alkalische, alkaline, basische, alkalinebatterijen
Μεταφράσεις: alkalisch, alkalische, alkaline, basische, alkalinebatterijen