Αναίσχυντα στα εσθονικά

Μετάφραση: αναίσχυντα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häbematult, häbitult, häbenemata, loosungile
Αναίσχυντα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναίσχυντα

αναίσχυντα λεξικό γλώσσας εσθονικά, αναίσχυντα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αναίδεια στα εσθονικά - tuhar, lugupidamatus, pale, põsk, cockiness
  • αναίσθητος στα εσθονικά - alateadvus, teadvuseta, alateadvuslik, teadvusetu, alateadlik, Teadvusetule, on teadvuseta
  • αναβάθμιση στα εσθονικά - uuendama, upgrade, uuendada, versiooniuuenduse, uuendus, uuendatud
  • αναβάλλω στα εσθονικά - müügilaud, kiosk, seiskumissuhe, varisemine, varisemiskiirus
Τυχαίες λέξεις
Αναίσχυντα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: häbematult, häbitult, häbenemata, loosungile