Αναίσχυντα στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναίσχυντα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безсоромно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναίσχυντα
αναίσχυντα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναίσχυντα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναίδεια στα ουκρανικά - щока, зухвалість, зухвальство, сміливість
- αναίσθητος στα ουκρανικά - несвідомий, мимовільний, підсвідомість
- αναβάθμιση στα ουκρανικά - поновлення, модернізація, модернізації, модернізацію
- αναβάλλω στα ουκρανικά - відкладіться, рахуватися, уступати, відкласти, післяпологовий, одурманення, кіоск, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναίσχυντα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: безсоромно
Μεταφράσεις: безсоромно