Αναίσχυντα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αναίσχυντα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бесрамно, бессрамно, бесрамно се, користејќи ja
Αναίσχυντα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναίσχυντα

αναίσχυντα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναίσχυντα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αναίδεια στα σλαβομακεδονικά - образот, самоувереност
  • αναίσθητος στα σλαβομακεδονικά - несвест, несвесна, несвесното, несвесно, несвесен
  • αναβάθμιση στα σλαβομακεδονικά - надградба, надградбата, надградба на, надградба за, за надградба
  • αναβάλλω στα σλαβομακεδονικά - закочи, штанд, тезга, полица, штала
Τυχαίες λέξεις
Αναίσχυντα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: бесрамно, бессрамно, бесрамно се, користејќи ja