Ανεπάρκεια στα εσθονικά

Μετάφραση: ανεπάρκεια, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puudulikkus, ebapiisavus, puudulikkuse, puudulikkusega, ebapiisavust
Ανεπάρκεια στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεπάρκεια

ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας, ανεπάρκεια καρδιάς, ανεπάρκεια g6pd, ανεπάρκεια επινεφριδίων, ανεπάρκεια τραχήλου, ανεπάρκεια λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανεπάρκεια στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανεξάρτητος στα εσθονικά - iseseisev, sõltumatu, vabakutseline, sõltumatute, sõltumatud, sõltumatut
  • ανεξαρτησία στα εσθονικά - sõltumatus, iseseisvus, sõltumatuse, sõltumatust, iseseisvuse
  • ανεπίσημος στα εσθονικά - mitteametlik, pealiskaudne, põgus, mitteametliku, informaalse, mitteametlikul, mitteametlike
  • ανεπηρέαστος στα εσθονικά - mõjutamata, mõjuta, ei mõjuta, mõjutanud, puutumata
Τυχαίες λέξεις
Ανεπάρκεια στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: puudulikkus, ebapiisavus, puudulikkuse, puudulikkusega, ebapiisavust