Ανεπάρκεια στα νορβηγικά
Μετάφραση: ανεπάρκεια, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
insuffisiens, nyrefunksjon, funksjon, svikt, insufficiency
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανεπάρκεια
ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας, ανεπάρκεια καρδιάς, ανεπάρκεια g6pd, ανεπάρκεια επινεφριδίων, ανεπάρκεια τραχήλου, ανεπάρκεια λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ανεπάρκεια στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ανεξάρτητος στα νορβηγικά - uavhengig, selvstendig, uavhengige, selvstendige
- ανεξαρτησία στα νορβηγικά - uavhengighet, selvstendighet, uavhengigheten, uavhengig, uavhengighets
- ανεπίσημος στα νορβηγικά - tilfeldig, uformell, uformelle, uformelt
- ανεπηρέαστος στα νορβηγικά - upåvirket, påvirkes, påvirkes ikke, uberørt, påvirket
Τυχαίες λέξεις
Ανεπάρκεια στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: insuffisiens, nyrefunksjon, funksjon, svikt, insufficiency
Μεταφράσεις: insuffisiens, nyrefunksjon, funksjon, svikt, insufficiency