Αρπακτικός στα εσθονικά
Μετάφραση: αρπακτικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiskjalik, röövlind, röövlinde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρπακτικός
αρπακτικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, αρπακτικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αρπάζω στα εσθονικά - jõudma, haarama, haare, saak, krabama, krahmama, sidur, ...
- αρπαγή στα εσθονικά - inimrööv, rüüstamine, arestimine, arestimise, arestimist, krampide, arestimiseks
- αρπακτικότητα στα εσθονικά - röövellikkus, ahnus, saagihimu, Saagi himo
- αρραβώνες στα εσθονικά - kohustus, palkamine, tegevus, kaasamine, engagement, kaasamist, töövõtu
Τυχαίες λέξεις
Αρπακτικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kiskjalik, röövlind, röövlinde
Μεταφράσεις: kiskjalik, röövlind, röövlinde