Αρπακτικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρπακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roof-, raptorial, roof
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρπακτικός
αρπακτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρπακτικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρπάζω στα ολλανδικά - beetnemen, inhalen, aangrijpen, aanflitsen, aanhouding, vastpakken, aangaan, ...
- αρπαγή στα ολλανδικά - beslaglegging, inbeslagname, inbeslagneming, beslag, aanval
- αρπακτικότητα στα ολλανδικά - roofzucht, hebzucht, rapacity, roofgierigheid, gierigheid
- αρραβώνες στα ολλανδικά - slag, kamp, gevecht, deelname, veldslag, treffen, afspraak, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρπακτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: roof-, raptorial, roof
Μεταφράσεις: roof-, raptorial, roof