Δελεάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: δελεάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sööt, ahvatlema, peibutama, blarney, Mairittelu, Make, Make abil
Δελεάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δελεάζω

δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω translate, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, δελεάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δεκατέσσερα στα εσθονικά - neliteist, neljateistkümne, neljateistkümnest, neljateist, neljateistkümnes
  • δεκτός στα εσθονικά - vastuvõetav, aktsepteeritud, üldtunnustatud, tunnustatud, heakskiidetud, vastuvõetud
  • δελεαστικός στα εσθονικά - võrgutav, ahvatlev, võluv, peibutav, ahvatlevate, alluring
  • δελτίο στα εσθονικά - kokkuvõte, teadaanne, bülletään, kuju, klass, moodustama, infoleht, ...
Τυχαίες λέξεις
Δελεάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sööt, ahvatlema, peibutama, blarney, Mairittelu, Make, Make abil