Δελεάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δελεάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
примамка, умилкване, Бларни, Blarney, лаская, ласкателство
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δελεάζω
δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω translate, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δελεάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δεκατέσσερα στα βουλγαρικά - четиринадесет, четиринайсет, на четиринадесет, четиринадесет години, на четиринайсет
- δεκτός στα βουλγαρικά - общоприет, одобрен, Приемат, Приемат се, Приемани
- δελεαστικός στα βουλγαρικά - съблазнителен, примамливо, съблазнителна, примамливи, привлекателен
- δελτίο στα βουλγαρικά - бюлетин, Бюлетина, Bulletin, бюлетин на
Τυχαίες λέξεις
Δελεάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: примамка, умилкване, Бларни, Blarney, лаская, ласкателство
Μεταφράσεις: примамка, умилкване, Бларни, Blarney, лаская, ласкателство