Επείγων στα εσθονικά
Μετάφραση: επείγων, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiire, edasilükkamatu, kiireloomuline, pakiline, tungiv, kiireloomuliste
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επείγων
επείγων κλιση, επείγων επείγον, επείγων ή επείγον, κατ επείγων, ο επείγων, επείγων λεξικό γλώσσας εσθονικά, επείγων στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- επαχθής στα εσθονικά - koormav, koormavad, koormavaks, koormavaid, koormavate
- επαύξηση στα εσθονικά - lisandumine, tekkepõhine, ägenemine, kuhjumine, juurdekasv, juurdekasvu, juurdekasvust, ...
- επεισόδιο στα εσθονικά - vahejuhtum, episood, episoodi, episoodidega, osa
- επεκτατικός στα εσθονικά - paisuv, suurejooneline, avatud, ekspansiivne, laienev, ekspansiivse, ulatuslik, ...
Τυχαίες λέξεις
Επείγων στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kiire, edasilükkamatu, kiireloomuline, pakiline, tungiv, kiireloomuliste
Μεταφράσεις: kiire, edasilükkamatu, kiireloomuline, pakiline, tungiv, kiireloomuliste