Επείγων στα ουκρανικά

Μετάφραση: επείγων, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
настирливий, наполегливий, заповзятий, нагальний, строковий, терміновий, термінове
Επείγων στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επείγων

επείγων κλιση, επείγων επείγον, επείγων ή επείγον, κατ επείγων, ο επείγων, επείγων λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επείγων στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • επαχθής στα ουκρανικά - обтяжливий, обтяжний, обтяжливу, найобтяжливіший, обтяжливіший
  • επαύξηση στα ουκρανικά - нагромадження, інтенсивно, наростання, накопичення, прирощення, приріст, збільшення
  • επεισόδιο στα ουκρανικά - нахиляння, скіс, охоплення, серія, нахил, інтермедія, падіння, ...
  • επεκτατικός στα ουκρανικά - відвертий, експансивний, відкритий, відімкнений
Τυχαίες λέξεις
Επείγων στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: настирливий, наполегливий, заповзятий, нагальний, строковий, терміновий, термінове