Κορσάζ στα εσθονικά

Μετάφραση: κορσάζ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pihik, corsage, Korsett, värvi korsett
Κορσάζ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορσάζ

κορσάζ λεξικό γλώσσας εσθονικά, κορσάζ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κοροϊδία στα εσθονικά - narrimine, narritamine, paroodia, Pelleily, paroodiat
  • κοροϊδεύω στα εσθονικά - ullike, haneksvõetu, Huiputtaa, dupe, Narri, Hämätä
  • κορσέ στα εσθονικά - turvis, korsett, korsetti, korsettvööd, korsettide, korsetivarvad
  • κορυδαλλός στα εσθονικά - lõoke, põldlõoke, Lark, lõokest, naljapärast, Hullut
Τυχαίες λέξεις
Κορσάζ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pihik, corsage, Korsett, värvi korsett