Κορσάζ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κορσάζ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
букет, корсаж, букетче което се носи на корсаж
Κορσάζ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορσάζ

κορσάζ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κορσάζ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κοροϊδία στα βουλγαρικά - посмешище, измислен, майтап, пародия, за мамене
  • κοροϊδεύω στα βουλγαρικά - глупях, будала, Dupe, мамя, подлъгвам, лековерен човек
  • κορσέ στα βουλγαρικά - корсет, корсета, корсети, корсет от
  • κορυδαλλός στα βουλγαρικά - чучулига, Ларк, кокошка, шега, лудория
Τυχαίες λέξεις
Κορσάζ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: букет, корсаж, букетче което се носи на корсаж