Κορυδαλλός στα εσθονικά
Μετάφραση: κορυδαλλός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõoke, põldlõoke, Lark, lõokest, naljapärast, Hullut
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορυδαλλός
κορυδαλλός διαύγεια, κορυδαλλός δήμος, κορυδαλλός χάρτης, κορυδαλλός αποτελέσματα, κορυδαλλός πλατεία ελευθερίας, κορυδαλλός λεξικό γλώσσας εσθονικά, κορυδαλλός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κορσάζ στα εσθονικά - pihik, corsage, Korsett, värvi korsett
- κορσέ στα εσθονικά - turvis, korsett, korsetti, korsettvööd, korsettide, korsetivarvad
- κορυφή στα εσθονικά - tipp, tippkohtumine, ülemine, vurr, lagipunkt, top, ülemise, ...
- κορυφαίος στα εσθονικά - juhtiv, top, ülemise, ülaosas, ülemine, ülalt
Τυχαίες λέξεις
Κορυδαλλός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lõoke, põldlõoke, Lark, lõokest, naljapärast, Hullut
Μεταφράσεις: lõoke, põldlõoke, Lark, lõokest, naljapärast, Hullut